αγχόνη ή κρεμάλα

αγχόνη ή κρεμάλα
Όργανο για την εκτέλεση θανατικών ποινών. Αποτελείται συνήθως από δύο κάθετα δοκάρια σε σχήμα κεφαλαίου γάμα (Γ). Από τη μια άκρη του οριζόντιου δοκαριού κρεμιέται το σκοινί με τη θηλιά, ο βρόχος. O μελλοθάνατος ανεβαίνει σε κινητό βάθρο που τοποθετείται κάτω από τον βρόχο. O δήμιος περνά τη θηλιά στο λαιμό του μελλοθάνατου και σπρώχνει το βάθρο. O καταδικασμένος αιωρείται τότε στο κενό και πεθαίνει από σπάσιμο του τραχήλου (συνήθως) ή από πνιγμό. Στην Ελλάδα η α. ως όργανο για την εκτέλεση των θανατικών ποινών καθιερώθηκε για πρώτη φορά το 1925, καταργήθηκε όμως το 1928. Σήμερα, υφίσταται μόνο σε ελάχιστες χώρες του κόσμου. Ο Κύπριος εθνικός αγωνιστής Μιχάλης Καραολής τη στιγμή που οδηγείται στην αγχόνη από τους Βρετανούς, το 1956 (φωτ. από έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»). Προπαγανδιστικό φυλλάδιο που αναφέρεται στην εκτέλεση των Κύπριων αγωνιστών Καραολή και Δημητρίου το 1956 (φωτ. από έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγχόνη — η η κρεμάλα, η θηλιά του σκοινιού που σφίγγει το λαιμό και φέρνει το θάνατο: Καταδικάστηκε σε θάνατο στην αγχόνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεμάλα — η 1. ικρίωμα με κινητό βρόχο ο οποίος περνιέται από τον λαιμό καταδίκου και προξενεί τον πνιγμό του, αφού αφαιρεθεί βίαια το υποπόδιο πάνω στο οποίο στέκεται, η αγχόνη 2. η θανατική ποινή που καταδικάζει τον κατηγορούμενο σε κρέμασμα από τον… …   Dictionary of Greek

  • κρεμάλα — η η αγχόνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεβεντίζω — και γιβεντίζω (Μ γεβεντίζω) 1. διαπομπεύω 2. προσβάλλω 3. διαλαλώ, διακηρύσσω 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) η γεβεντισμένη γυναίκα που έχει διαπομπευθεί ως ανήθικη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. γαλλ.) gibet «σταυρός, κρεμάλα, αγχόνη», όπου κρεμούσαν τους… …   Dictionary of Greek

  • κρεμασταριά — η [κρεμαστάρι] 1. κρεμάλα, αγχόνη 2. κληματαριά …   Dictionary of Greek

  • φούρκα — (I) η, ΝΜΑ 1. διχαλωτός πάσσαλος, δικράνι 2. αγχόνη, κρεμάλα νεοελλ. 1. οργή, θυμός που δεν έχει εκδηλωθεί έμπρακτα, μνησικακία («η φούρκα του δεν περιγράφεται») 2. φρ. α) «τόν έχω φούρκα» τόν έχω μανία, είμαι εξοργισμένος εναντίον του β) «μέ… …   Dictionary of Greek

  • φούρκα — I (λ. λατ.) 1. διχαλωτός πάσσαλος. 2. ζεύγος δοκαριών σε σχήμα κεφαλαίου Τ ή σταυρού. 3. αγχόνη, κρεμάλα: Όπου φούρκα και παλούκι και του σκοτωμένου η μάνα (παροιμ.). 4. η θηλιά του σκοινιού που χρησιμοποιείται στον απαγχονισμό. 5. μτφ., θυμός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”